ὅλος, -η -ον
Ερμηνεία:
[ολόκληρος, ακέραιος, πλήρης, χωρίς εξαίρεση, στο σύνολό του ούλος (λαϊκή γλώσσα)]
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) οὗλος, -η, -ον (Επική και Ιωνική μορφή του όλος) < ὅλος , -η -ον Καινή Διαθήκη. 108 φορές ]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα…[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|